- καταπρηνίζω
- καταπρηνίζω (Α) [καταπρηνής]ρίχνω κάποιον έτσι ώστε να πέσει με το κεφάλι, κατακέφαλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπρηνώ — καταπρηνῶ, όω (Μ) [καταπρηνής] καταπρηνίζω* … Dictionary of Greek
καταπρηνίξας — καταπρηνίξᾱς , καταπρηνίζω throw headlong down aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)